πορφύρα

πορφύρα
I
Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος.
Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες ομάδες: τις θρομβοκυτοπενικές π. και τις μη θρομβοκυτοπενικές. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από σοβαρές αιματολογικές διαταραχές: ελάττωση του αριθμού των αιμοπεταλίων, αύξηση του χρόνου ροής, αιμορραγίες του πήχη μετά από περίσφιξη του βραχίονα με κορδόνι, μη συστολή του θρόμβου, ενώ ο χρόνος πήξης παραμένει φυσιολογικός. Εκτός από το αιμορραγικό σύνδρομο (επίσταξη, ουλορραγία, αιματουρία κλπ.) παρατηρείται και διόγκωση του σπλήνα (σπληνομεγαλία) στο 1/3 των περιπτώσεων. Οι θρομβοκυτοπενικές π. είναι πρωτοπαθείς ή δευτεροπαθείς και οφείλονται σε χημικά παράγωγα (αρσενικό, βενζόλη, σουλφοναμίδες, βισμούθιο κλπ.), σε φυσικούς παράγοντες (π.χ. σε ακτίνες X), σε ασθένειες του αίματος (λευχαιμία, απλαστική αναιμία, κακοήθη αναιμία κ.ά.) ή σε διαταραχές της λειτουργίας του σπλήνα. Η θεραπεία συνίσταται σε υποκατάσταση (μετάγγιση αίματος ή αιμοπεταλίων) ή ριζική αντιμετώπιση (σπληνεκτομή, A.C.T.H., κορτιζόνη), συνήθως όμως συνδυάζονται αυτές οι δύο μέθοδοι. Οι μη θρομβοκυτοπενικές π. χαρακτηρίζονται από το ότι οι εξετάσεις του αίματος είναι φυσιολογικές, σπάνια δε παρατηρούνται αιμορραγίες μετά την περίσφιξη του βραχίονα. Από αυτές η αλλεργική π. συνοδεύεται από πόνους ρευματικού τύπου, καμιά φορά μάλιστα και από γαστρεντερικές διαταραχές (διάρροια, εμετούς) ή πυρετό. Οι μη θρομβοκυτοπενικές π. θεραπεύονται με τη χορήγηση βιταμινών C και Ρ και σπανιότερα με κορτιζόνη.
II
(paurpura). Γένος προσωβραγχίων μαλακίων, που ζουν κυρίως στις τροπικές θάλασσες. Έχουν όστρακο ωοειδές, με πλατύ άνοιγμα και στα τοιχώματα της βραγχιακής κοιλότητας έχουν αδένα, που εκκρίνει μια χρωστική ουσία, την πορφύρα. Είναι ζώα σαρκοφάγα και τρέφονται με δίθυρα μαλάκια. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 150 περίπου είδη, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα είδηπ. η αιμόστομηπου ζει στη Μεσόγειο,π. η κοινή, που καταστρέφει τις αποικίες των μυδιών στη Μάγχη και στον Ατλαντικό,π. η αναπεπταμένηκαι π. η περσική. Οι π. όπως και οι μύρηκες εκκρίνουν μια χρωστική ουσία από έναν αδένα που βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά του μανδύα. Από τα μαλάκια αυτά οι Φοίνικες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έβγαζαν την πορφύρα που το χρώμα της έμοιαζε με το μωβ.
* * *
η, ΝΜΑ
1. γενική, κοινή σήμερα, ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων προσωβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων με επίμηκες ή παχύ όστρακο, που αφθονούν στις θερμές θάλασσες και ειδικότερα στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, το είδος Μurex brandaris, με αδένα από τον οποίο βγαίνει βαθυκόκκινη χρωστική ουσία
2. η βαθυκόκκινη χρωστική ουσία από τον αδένα τής πορφύρας, χρώμα ανάμεσα στο βαθύ, σκούρο κόκκινο και στο ιώδες ή ανάμεσα στο βυσσινί και στο ιώδες, πολύτιμη βαφική ύλη κατά την αρχαιότητα λόγω τής ωραιότητας και τού ανεξίτηλου χρώματός της
3. ύφασμα ή ένδυμα, βαμμένο με το χρώμα τής πορφύρας
4. η επίσημη ενδυμασία τού Βυζαντινού αυτοκράτορα
νεοελλ.
1. βοτ. γένος θαλάσσιων ροδοφυκών με πορφυρά ελάσματα που συλλέγεται, ξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως τροφή, ιδιαίτερα στην 'Απω Ανατολή, όπου και καλλιεργείται ευρύτατα
2. (παθολ.) σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από εμφάνιση μεγάλων και μικρών ενδοδερμικών τριχοειδών αιμορραγιών και εκδηλώνεται συχνά σε συνδυασμό με αιμορραγίες από τις φυσικές κοιλότητες και στους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
1. ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου
2. το επισημότερο τμήμα τού Μεγάλου Παλατίου τής Κωνσταντινουπόλεως, διακοσμημένο με πορφυρούς λίθους, στο οποίο παρέμενε η αυτοκράτειρα κατά τις ημέρες τού τοκετού
αρχ.
1. βαθυκόκκινη ταινία ή άλλη διακόσμηση ενδύματος
2. φρ. «πορφύρα πλατεῑα» — η πλατιά πορφυρή άκρη τής ρωμαϊκής τηβέννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθανότατα ανατολικής προέλευσης, που αρχικά δήλωνε τό όστρακο από τον αδένα τού οποίου βγαίνει η χρωστική ουσία, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ίδια τη βαθυκόκκινη χρωστική ουσία και το ύφασμα ή ένδυμα το βαμμένο με το χρώμα τής πορφύρας. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, πρβλ. λατ. purpura και απ' αυτήν οι υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες (πρβλ. γαλλ. pourpre, γερμ. Purpur). Για τη σημασιολογική σύγχυση τής οικογένειας τής λ. πορφύρα (πρβλ. πορφυρός) και τής οικογένειας τού ρ. πορφύρω «φουσκώνω, αναταράζομαι, ανησυχώ», βλ. λ. πορφύρω.
ΠΑΡ. πορφυρεῖο(ν), πορφυρίζω (Ι), πορφυρίτης, πορφυρίων, πορφυροῦς
αρχ.
πορφυραῖος, πορφύρειος, πορφύρεος (Ι), πορφυρεύς, πορφυρικός, πορφύριον, πορφύριος, πορφυρίς, πορφυρόεις, πορφυρόθεν, πορφυρώδης
μσν.
πορφυρᾶς
(μσν-νεοελλ.) πορφυρός
νεοελλ.
πορφυρένιος, πορφυρίδα, πορφυρώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πορφυροειδής, πορφυρόχρους
αρχ.
πορφυράνθεμος, πορφυρανθής, πορφυρόβαπτος, πορφυροβάφος, πορφυροδίνας, πορφυροεργής, πορφυρόζωνος, πορφυρόκαυλος, πορφυροκλέπτης, πορφυρόμαλλος, πορφυρομιγής, πορφυρόνωτος, πορφυρόπεζα, πορφυροσχήμων
(αρχ.-μσν) πορφυροβαφής, πορφυροπώλης, πορφυρόστρωτος
μσν.
πορφυραυγής, πορφυρόβλαστος, πορφυρόρπηξ, πορφυρόστολος, πορφυροφόρος, πορφυροφύτευτος, πορφυρόφυτος
μσν.- νεοελλ.
πορφυρογέννητος
νεοελλ.
πορφυρόχρωμος. (Β συνθετικό) καταπόρφυρος, ολοπόρφυρος
αρχ.
ακροπόρφυρος, αληθινοπόρφυρος, αλιπόρφυρος, απόρφυρος, διαπόρφυρος, εμπόρφυρος, επιπόρφυρος, ευπόρφυρος, θαλασσοπόρφυρος, μελαμπόρφυρος, μεσοπόρφυρος, παμπόρφυρος, παραπόρφυρος, περιπόρφυρος, πλατυπόρφυρος, προπόρφυρος, υποπόρφυρος, φιλοπόρφυρος
νεοελλ.
βαθυπόρφυρος, χρυσοπόρφυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πορφύρα — πορφύρᾱ , πορφύρα purple fish fem nom/voc/acc dual (ionic) πορφύρᾱ , πορφύρα purple fish fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρᾶ — πορφυρᾶ̱ , πορφύρεος heaving neut nom/voc/acc pl (attic) πορφύρεος heaving neut nom/voc/acc pl (attic) πορφύρεος heaving fem nom/voc/acc dual (attic) πορφυρᾶ̱ , πορφύρεος heaving fem nom/voc sg (attic) πορφυρεύς fisher for purple fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρᾷ — πορφυρᾷ̱ , πορφύρεος heaving fem dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρᾳ — πορφύραι , πορφύρα purple fish fem nom/voc pl (ionic) πορφύρᾱͅ , πορφύρα purple fish fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρα — η 1. είδος κοχυλιού απ όπου οι αρχαίοι έβγαζαν βαθυκόκκινη χρωστική ουσία. 2. η ίδια η χρωστική ουσία του κοχυλιού. 3. ρούχο ή ύφασμα βαμμένο με πορφύρα. 4. είδος δερμικής αρρώστιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόρφυρα — πόρφῡρα , πορφύρω heaves aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρομβοπενική πορφύρα — Αιμορραγική διαταραχή, που είναι αποτέλεσμα ανεπάρκειας αιμοπεταλίων στο αίμα. Χαρακτηρίζεται από πορφυρές ή καστανοκόκκινες αποχρωματισμένες περιοχές του δέρματος …   Dictionary of Greek

  • πορφύρας — πορφύρᾱς , πορφύρα purple fish fem acc pl (ionic) πορφύρᾱς , πορφύρα purple fish fem gen sg (attic doric ionic aeolic) πορφύ̱ρᾱς , πορφύρω heaves aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύραι — πορφύρα purple fish fem nom/voc pl (ionic) πορφύρᾱͅ , πορφύρα purple fish fem dat sg (attic doric ionic aeolic) πορφύ̱ραῑ , πορφύρω heaves aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρᾶν — πορφύρα purple fish fem gen pl (doric ionic aeolic) πορφυρᾶ̱ν , πορφύρεος heaving fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”